Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ия η ιχθυολογία

См. также в других словарях:

  • ιχθυολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυολογία — η κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιχθυολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυολογία («ιχθυολογικές έρευνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυογραφία — ἡ 1. περιγραφή τών ψαριών ενός τόπου («ιχθυογραφία τών Κυκλάδων») 2. ιχθυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + γραφία (< γραφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυολόγος — ὁ ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την ιχθυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + λόγος (< λέγω), πρβλ. γεω λόγος, ζωο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… …   Dictionary of Greek

  • Ρέι, Τζον — (Ray, 1628 – 1705). Άγγλος φυσιοδίφης, ελληνιστής. Σε ηλικία 23 ετών είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο ως καθηγητής των ελληνικών. Παράλληλα τον απασχολούσε η βοτανική και ζωολογία και, ειδικότερα, η oρνιθολογία και η ιχθυολογία. Ταξίδεψε στην …   Dictionary of Greek

  • ιχθυογραφία — η 1. περιγραφή των ψαριών κάποιου τόπου: Ιχθυογραφία της Δωδεκανήσου. 2. ιχθυολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»